- επόψιος
- ἐπόψιος, -ον και -ος, -α, -ον (Α) [έποψη]1. ορατός, φανερός2. περίφημος3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.).4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἐπόψιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψιος — ἔποψις view over fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπόψιος full in view masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψιον — ἐπόψιος full in view masc/fem acc sg ἐπόψιος full in view neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐποψίου — Ἐπόψιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποψίου — ἐπόψιος full in view masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπόψιοι — Ἐπόψιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόψιοι — ἐπόψιος full in view masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπόψιον — Ἐπόψιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπόψιος — ον, Α αυτός που βλέπει, που παρατηρεί τα πάντα, πανεπίσκοπος*, πανεπόπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπόψιος «φανερός, επόπτης» (< ἐφορῶ)] … Dictionary of Greek